Τα πλήθη

09/04/2009


Ο Νίκος Καζαντζάκης, γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις 18 Φεβρουαρίου 1883, υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς και ο πιο πολυ-μεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας και φιλόσοφος του 20ου αιώνα. Μερικά από τα γνωστότερα έργα του είναι Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Ο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός που έχουν γίνει και ταινίες. Το 1946, είχε προταθεί από την Ελληνική Κοινότητα Συγγραφέων για το Νόμπελ λογοτεχνίας (μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό). Το 1957, χάνει το βραβείο Νόμπελ από τον Albert Camus για μία ψήφο. Αργότερα ο Camus δήλωσε ότι ο Καζαντζάκης άξιζε το βραβείο “εκατό φορές περισσότερο” από τον ίδιο. Ο Έλληνας συγγραφές, φιλόσοφος και ποιητής πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957, με την φράση (στον επιτάφιο του): "Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβάμαι τίποτα. Είμαι λεύτερος."

Η πρώτη του δουλειά ήταν, το 1906, ήταν το Όφις και Κρίνο. Το κείμενο αυτό είναι γραμμένο σε μορφή γραμμάτων, που όπως φαίνεται προς το ίδιο πρόσωπο, και αναγραφόμενη ημερομηνία. Το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο αυτό του Νίκου Καζαντζάκη, με συντρόφεψε πολλά χρόνια και σας το παραθέτω.

12 του Γενάρη

Όχι! την αηδία που νοιώθω δεν θα τη νοιώσεις ποτέ. Τη ναυτίαση τη μεγάλη που νοιώθω για τα πλήθη. Ένας Πύργος περήφανος υψώνεται σαν Ακρόπολη στην ψυχή μου. Κανένα μονοπάτι δεν φέρνει στον Πύργο, καμία γέφυρα δεν τον ενώνει με τον κόσμο. Είναι απομονωμένος κι απροσπέλαστος, χωρίς παράθυρα και χωρίς πόρτες. Κάτω η άλλη ψυχή μου απλώνεται με χίλιους δρόμους ελεύθερους κι ορθάνοιχτους στο πλήθος. Χιλιάδες περπατούνε μέσα, πηγαίνουν κι έρχονται και λερώνουν τα χαμηλά μέρη της ψυχής μου. Στον Πύργο κανένα μονοπάτι δε φέρνει. Στον Πύργο τα πλήθη ποτέ δεν θα μπορέσουν ν' ανεβούν.

Και μέσα στον Πύργο πηγαίνω κ' έρχομαι αμίλητος, χωρίς χαρά και χωρίς πόνο, αδιάφορος για όλα και μόνος, μόνος. Είναι μεγάλες και ψυχρές κι ακατοίκητες οι αίθουσες του. Κάτω στην ψυχή μου ακούω τα πλήθη να φωνάζουν και να επικρίνουν και να περιγελούν. Σαν βόμβος εντόμων φθάνουν στον Πύργο μου οι φωνές και οι επικρίσεις και το γέλιο των. Και μια περιφρόνηση νοιώθω βαθιά για τα μέρη εκείνα της ψυχής μου που εγγίζουν με τον κόσμο. Και απλώνεται σαν θάλασσα μέσα μου το εγώ μου κι ένα χαμόγελο χαράς ανεβαίνει στον νου μου. Η χυδαία επαφή των όχλων δεν θα μολύνει ποτέ τον Πύργο μου και δεν θα λερωθούν ποτέ τα μάρμαρα του από τον βόρβορο των βημάτων του και τα χέρια του και τα μάτια του και οι σκέψεις του δεν θα βεβηλώσουνε ποτέ τα Άγια των Αγίων της ψυχής μου.


Άρθρο: Dimios