Πατριδογνωσία

16/04/2009


Σε ηλικία 17 ετών ο Βασίλης Αλεξάκης έλαβε υποτροφία και έφυγε για τη Λιλ της Γαλλίας για να σπουδάσει δημοσιογραφία. Η υποτροφία του ήταν μικρή και έτσι αναγκάστηκε να δουλέψει σε ένα εστιατόριο. Μετά από τρίχρονες σπουδές επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, αλλά γύρισε να εγκατασταθεί στο Παρίσι το 1968 μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα.

Εργάστηκε στη Monde des livres για δεκαπέντε χρόνια. Όντας σχεδιαστής σκίτσων, ο Αλεξάκης υπήρξε δημοσιογράφος της εφημερίδας Le Monde ενώ έγραψε και ραδιοφωνικά κομμάτια.

Το 2007 η Γαλλική Ακαδημία του απένειμε το Μεγάλο Βραβείο μυθιστορήματος, Grand prix du roman de l'Académie Française για το βιβλίο του Ap. J.-C (στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο μ.Χ. από τις εκδόσεις Εξάντα).

Το ακολουθεί μια συνέντευξη του συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη στο περιοδικό "Κ" της Καθημερινής και που παραχώρησε στη δημοσιογράφο Άννα Γριμάνη (21-10-2007). Οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις, για μένα είναι σκέψεις που σαν νετρόνια ασταθώς τρέχουν μέσα μου τα τελευταία χρόνια και ποτέ δε τις μεταμόρφωσα σε λέξεις και δε τις σύνταξα σε προτάσεις. Να που κάποιος με περισσότερο ταλέντο από μένα στη σύνταξη των σκέψεωντου λόγου και το έκανε σίγουρα καλύτερα από ότι αν το επιχειρούσα εγώ.


Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;
Για μένα είναι ένα ερώτημα, είναι μια αμφιβολία. Ενα ερώτημα που έχει ενδιαφέρον σαν ερώτηση, αλλά όχι σαν απάντηση. Οι απαντήσεις που δίνονται στα ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα είναι πάντα μετριότατες.

Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.
Την ψιλή, τη δασεία και την περισπωμένη. Λυπάμαι λίγο που καταργήσαμε τα πνεύματα και τους τόνους· έχω την αίσθηση ότι οι ελληνικές λέξεις έχασαν τα σκουλαρίκια τους.

Η υπέροχη εκδοχή του Έλληνα.
Δεν βλέπω καμιά υπέροχη εκδοχή του. Σχεδόν με ανησυχούν οι επιτυχίες των Ελλήνων γιατί τροφοδοτούν μια ανόητη έπαρση που έχουμε και που μας απαγορεύει να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε.

Αυτό που με χαλάει.
Αυτό που με ενοχλεί αφάνταστα στον νεοελληνικό πολιτισμό είναι ότι πρόκειται για το προϊόν μιας απάτης - δεν υπάρχει ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, οι λέξεις αυτές δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους. Είναι σαν να ταυτίζουμε την ελευθερία με την έλλειψή της.

Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Έλληνας σήμερα;
Είναι προσόν όταν θυμόμαστε τον Ηράκλειτο, τον Θαλή, τον Δημόκριτο. Είναι μειονέκτημα όταν συλλογιζόμαστε τους Πατέρες της Εκκλησίας, το Βυζάντιο και τις θαυματουργές εικόνες που ανθούν σε όλη την επικράτεια. Είναι προσόν όταν σκεφτόμαστε και όχι όταν ξεχνάμε να αμφιβάλλουμε, όχι όταν γονατίζουμε, αλλά όταν στεκόμαστε όρθιοι.

Παράγει πολιτισμό ο Έλληνας της νέας εποχής ή μένει κολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;
Παράγει πολιτισμό στους τομείς που έχει μια παράδοση, όπως είναι το θέατρο, η μουσική και η ποίηση. Η παράδοση είναι χρήσιμη όταν την ανατρέπει κανείς, όταν την αμφισβητεί. Οταν την ακολουθεί τυφλά καταλήγει σε υποπροϊόντα και δεισιδαιμονίες. Το κύριο πρόβλημα του Νεοέλληνα είναι ο συνδυασμός οίησης και έλλειψης εμπιστοσύνης στον εαυτό του.

Με ποια ταυτότητα οι Έλληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;
Φοβούμαι ότι συνήθως «ταξιδεύουν» χωρίς να βλέπουν γύρω τους, με τα μάτια στραμμένα στο παρελθόν, σαν ο σκοπός του ταξιδιού να είναι η νοσταλγία. Βλέπουν τον κόσμο με τα μάτια της γιαγιάς τους, πράγμα που εξηγεί το ότι έχουν σχεδόν πάντα μαζί τους… ένα ταπεράκι με κεφτέδες. Η νεοελληνική ταυτότητα είναι ο κεφτές.

Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.
Εφυγα από την Ελλάδα την εποχή της χούντας, πολύ δυσαρεστημένος με τη χώρα μου. Είχα την αίσθηση ότι με έδιωχνε, ότι μου έδωσε μια ωραία κλωτσιά. Τελικά όμως δεν μετάνιωσα που έφυγα. Ανακάλυψα ότι το ταξίδι αποτελεί μέρος της ελληνικής ταυτότητας και ότι δεν πρέπει να βιάζεται κανείς, όπως συμβουλεύει ο Καβάφης, να γυρίσει πίσω. Τους προσωκρατικούς δεν τους ανακάλυψα στην Ελλάδα, αλλά σε μια γαλλική έκδοση βιβλίων.

Ο Έλληνας ποιητής μου.
Ο Καβάφης φυσικά. Μου αρέσουν τα ποιήματα που διηγούνται μια ιστορία, που έχουν αρχή, μέση και τέλος, που τα θυμάσαι ακόμη κι όταν τα έχεις ξεχάσει.

Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.
Νομίζω ότι η ωραιότερη λέξη που χάρισε η Ελλάδα στον κόσμο είναι η λέξη «διάλογος». Ακόμη και η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων είναι θρησκεία διαλόγου. Τον μονόλογο τον εισήγαγε ο μονοθεϊσμός. Στην ουσία ο χριστιανισμός κατάργησε ακριβώς αυτή την αξία που εγώ θεωρώ αδιαπραγμάτευτη, δηλαδή τον διάλογο.

Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.
Οι λαοί που έχουν μακρά ιστορία πίσω τους είναι φυσικό να μην πιστεύουν πολύ στο μέλλον. Βλέπω την Οδό των Ελλήνων μάλλον σαν ένα αδιέξοδο. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλα τα αδιέξοδα είναι ανοιχτά από την άλλη άκρη τους. Η άλλη μεγάλη Οδός των Ελλήνων, από τη θάλασσα, είναι ένα νησί που βουλιάζει κι ένα άλλο που αναδύεται μέσα από τα νερά. Είναι η αρχή ενός τέλους και το τέλος μιας αρχής.


Άρθρο: Dimios

Πηγή: kathimerini.gr