Η απόλυσή σου, το ψωμί μου

02/02/2011


"Θα απεργήσεις αύριο τελικά;" Τον ρώτησα χωρίς να τον κοιτάζω. Με το βλέμμα στερεωμένο κάπου άλλου. Όπως μαθαίνουν, μέρα τη μέρα, να (μην) κοιτάζονται οι άνθρωποι που ορκίστηκαν αιώνια πίστη και αφοσίωση. Αφοσιωμένοι σε κάποια οθόνη, πιστοί στη ρουτίνα τους. Αλλά ας μη μιλάμε για έρωτα και σχέσεις. Έχουμε πόλεμο κάθε λογής. Δε ταιριάζει στην περίσταση.

"Ναι". Μια ευπρεπής απάντηση σε μέρες εργασιακού θρίλερ. Μια άρτια απάντηση σε ερώτηση ολικής αγνοίας. Καθολικής άγνοιας, όπως φάνηκε. Κάποτε έρχεται η στιγμή να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Κι ενώ ο άντρας μου δε πολέμησε στο μέτωπο, σαν τον παππού, τρέμει το φυλλοκάρδι μου μην μου 'ρθει μια μέρα λαβωμένος. Μην μου 'ρθει μέρα. Γιατί συνήθως έρχεται νύχτα στο σπίτι μας. Μη γυρίσει κουρέλι από μια αιφνιδιαστική απόλυση. Όπως εκείνοι οι 6 συνάδελφοί του που απολύθηκαν λίγο πριν το μεσημεριανό. Τους ζήτησε ο μάνατζερ ιδιαιτέρως. Τους ανακοίνωσε ότι απολύονται. Μετά μάζευαν τα μικροαντικείμενα τους απ' το γραφείο. Ένα τον ήξερε. Έτσι μου είπε. Ο άντρας μου. Που σηκώνεται κάθε πρωί να πάει στα χαρακώματα του ιδιωτικού τομέα, αντί να μείνει σπίτι να κάνουμε έρωτα. Και αν κάναμε έρωτα, δε θα κάναμε πόλεμο. Έχει ήδη ειπωθεί. Αλλά δεν είμαστε γραφικοί να αναπαράγουμε αντιπολεμικά σλογκανάκια των 60s. Εδώ όλα κυλούν ομαλά. Μια κρίση είναι. Πώς κάνεις έτσι; Και η Αίγυπτος δεν είναι Βιετνάμ. Και οι ΗΠΑ δεν είναι δαίμονας, διάολε. Πώς δε το βλέπεις;

"Είσαι σίγουρος;" Εγώ δεν είμαι σίγουρη. Αυτός είναι. Θα απεργήσει. Αφού έγινε συνέλευση. Από τους 3.500 εργαζομένους, συμμετείχαν και ψήφισαν κάπου 600. Καμιά δεκαπενταριά καταψήφισαν την πρόταση του σωματείου για απεργία. Όμως το 1/6 του συνόλου των εργαζομένων ήταν ήδη πλειοψηφία. Στη συνέλευση. Και έτσι αποφασίστηκε η 48ωρη, στην οποία αν δε συμμετείχες ήσουν απεργοσπάστης. Αλλά ούτε αυτή η ευκαιρία σου δινόταν, αφού το σωματείο θα έβαζε λουκέτα στις κεντρικές εισόδους. Λουκέτα και γιουχαΐσματα.

"Ναι." Ο άντρας μου, έχει μάθει σκοποβολή, εκεί στα χαρακώματα. Για δες τον τώρα που μου δείχνει πώς οπλίζει τις αντιστάσεις του. Ένα "ναι" μικρό σα σφαίρα.

"Και δε φοβάσαι μην είσαι στους 100 που θα απολύσουν;" Η απεργία είχε οργανωθεί μετά την απόλυση των έξι και πριν την επικείμενη απόλυση των εκατό. Έτσι νόμιζα. Εκατό στους τρεισήμισι χιλιάδες δεν είναι λίγοι; Πες το και θα σου ανοίξω το κεφάλι με ένα ναι.

"Δε θα είμαι." Απόψε αυτή η σιγουριά του έχει μακρύνει πολύ τα γένια του, έχει αγριέψει την έκφρασή του, του έχει φορέσει διαγώνια στο στέρνο ζώνη με φυσίγγια και το όπλο παρά πόδας. Ίδιος ο παππούς. Επιτέλους.

"Πώς είσαι τόσο σίγουρος;" Τον σιγοντάρω. Και τον κοιτάω. Αναζητώ το βλέμμα του. Δεν τον αμφισβητώ. Δεν τον προκαλώ. Συνοδεύω σα δεύτερη φωνή την τόλμη του ως την έξοδό της. Θέλω να τον δω να εκτελεί. Να εκτελεί το χρέος του προς τους συναδέλφους, όχι μόνο προς τα αφεντικά.

"Τους απέλυσαν ήδη".

Και τότε άρχισε αυτό το αιμάτινο πολυβόλο που έχω αριστερά στο στήθος να πυροβολεί κατά ριπές. Λύτρωση. Δεν ήμαστε εμείς στους εκατό. Επιβιώσαμε. Ντροπή για τη λύτρωση. Και αμέσως λύπη. Βαθιά. Δακρύζω και για τα δυο. Που σκοτώθηκε ο γιος του γείτονα, όχι ο δικός μου. Πόσο εκτός εποχής είναι αυτός ο συναισθηματισμός μου. Να θυμηθώ να τον χαρίσω σαν παλιό ρούχο σε κάποιο φιλανθρωπικό μπαράζ. Για τους εκατό που μάζεψαν τα πράγματά τους μέρα μεσημέρι και γύρισαν σπίτι ηττημένοι. Για τα συνάδελφα σκυλιά που κυνηγούσαμε μαζί ένα ψευτοκόκκαλο, και που τα κλότσησαν έξω, πώς μπορώ να πω η απόλυσή σου, το ψωμί μου;


Άρθρο: niemandrose

Πηγή: niemandsrose.blogspot.com