300 ψυχές

07/03/2011



Πάνε τρία χρόνια που λείπω από την Ελλάδα, την επισκέπτομαι μια φορά το χρόνο για να δω τους δικούς μου και αυτό είναι όλο, δεν έχω κανένα άλλο λόγο ή επιθυμία να είμαι σε αυτό το μέρος. Το τελευταίο μου χρόνο εκεί είχα ήδη πάρει την απόφαση να μεταναστεύσω για να ακολουθήσω το δικό μου όνειρο.

Έτσι για να κάνω την μετάβαση πιο εύκολη, είχα πιάσει μια δεύτερη βραδινή δουλειά στο Γκάζι. Όποιος έχει δουλέψει βράδυ στην Αθήνα και τις υπόλοιπες πόλης, ξέρει πως όλα τα μαγαζιά έχουν μετανάστες να κάνουν τα χαμαλίκια. Στο μαγαζί που ήμουν υπήρχαν 10 ψυχές κάτω στη κουζίνα, κυρίως από το Πακιστάν. Η δουλεία τους ήταν λάντζα και κουβάλημα, και δύο από αυτούς έκαναν τις διαδρομές από τη κουζίνα στο μπαρ που ήμασταν εμείς για να μας φέρνουν ότι χρειαζόμασταν καθώς κυλούσε η βραδιά. Στο τέλος της ημέρας, συνήθως ξημερώματα της επόμενης, ο κάθε σερβιτόρος ή μπάρμαν που δούλευε μαζί τους, έπρεπε να τους έδινε ένα ποσοστό από τα tips του, μόνο που δεν ήταν καθορισμένο και είχε αφεθεί στη κρίση του καθενός από εμάς. 'Εγώ κράταγα το εισιτήριο της επιστροφής μου, 1 ευρό τότε, και τα υπόλοιπα τους τα έδινα να τα μοιράσουν, ήταν δεδομένο ότι ο δικός μου μισθός ήταν κατά πολύ παραπάνω από τον δικό τους. Δε μπορούσα να ξέρω τη δίνουν οι άλλοι αλλά μιλώντας με τα παιδιά στη κουζίνα, δεν ήταν σπάνιο να μη τους δίνουν τίποτα κάποιοι από εμάς.

Φαινόταν παράξενο στους υπόλοιπους η σχέση που είχα μαζί τους, περνούσα χρόνο στη κουζίνα κουβεντιάζοντας, κάνοντας πλάκα και πιο πολύ είχαν την υπομονή να αντέχουν την περιέργεια μου και να απαντάνε στις ερωτήσεις μου για το μέρος από όπου έρχονται, το ταξίδι για τη Ευρώπη και τη ζωή τους εδώ. Πάντα ήμουν περίεργος για τις ζωές των άλλων, όχι αυτών που μοστράρουν στα εξώφυλλα και στις οθόνες αλλά αυτών που το όνομα τους δεν ήξερα. Θυμάμαι από μικρός να είμαι μέσα στο αμάξι του πατέρα μου και να κοιτάζω από το παράθυρο έξω τα πρόσωπα στα άλλα αυτοκίνητα και να φαντάζομαι τη ζωή τους, από που μπορεί να έρχονται, που πηγαίνουν, τι άραγε να σκέφτονται όταν ήταν σιωπηλοί μπροστά από το κόκκινο φανάρι.

Τα δύο παιδιά που δούλευαν δίπλα μας στο μπαρ, ήταν αυτοί που μιλούσαν και τα καλύτερα ελληνικά, πολύ καλύτερα από τους περισσότερους μέσα στο μπαρ. Ο ένας από αυτούς ήταν μάλιστα έφηβος και ήταν πολύ πιο εξοικειωμένος στα δυτικά πρότυπα σε σχέση με τους υπόλοιπους που ως συνήθως ήταν πολύ ντροπαλοί. Το μαγαζί έπαιζε αποκλειστικά ξένη μουσική και όταν έμπαινε κανένα δυνατό χορευτικό κομμάτι ερχόταν ο μικρός διπλά στο πόστο που δούλευα. Μια φόρα στεκόταν εκεί και έβλεπε το κόσμο να χορεύει και μου λέει "εγώ θα μπορούσα να χορέψω καλύτερα", το κοιτάζω και μετά κοιτάζω κάτι σούργελα που χόρευαν μπροστά μας και του λέω "δεν αμφιβάλω" και τότε με κοιτάζει με το βλέμμα της προσμονής που έχουν τα παιδιά πριν πάρουν το δώρο τους και μου ρωτάει "να πάω;" Με ξάφνιασε που μου ζητούσε την άδεια λες και κρατούσα εγώ το δώρο του στα χέρια μου και χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο τον παροτρύνω να το κάνει. Έτσι τρέχει προς ένα μεγάλο τραπέζι που υπήρχε στο κέντρο του μαγαζιού, αναβαίνει επάνω και χορεύει. Ομολογούμενος πολύ καλύτερα από τους περισσότερούς που τον κοιτούσαν από κάτω και για αυτό αρχίζουν να τον χειροκροτούνε και να τον παροτρύνουν να συνεχίσει. Αργότερα έμαθα ότι τα αφεντικά του ζήτησαν να μη το ξανακάνει, ευτυχώς χωρίς να του στοιχίσει τη δουλεία του, όμως στοίχισε τη δικιά μου αφού από κείνη τη στιγμή η διάθεση μου απέναντι στο μαγαζί είχε αλλάξει και λίγο αργότερα παραιτήθηκα.

Ένα χρόνο μετά και τον πρώτο μου χρόνο έξω, έρχομαι για καλοκαίρι στην Ελλάδα και επισκέφτηκα μια φορά το μαγαζί μαζί με την κοπέλα μου και αυτό που ακολούθησε ξάφνιασε και τους δύο μας. Δε θα ξεχάσω ποτέ το πως ήρθαν όλα τα παιδιά της κουζίνας και με αγκάλιασαν και μου μιλούσαν για όσα έχουν αλλάξει όσο λείπω, με ρωτούσαν για τα δικά μου νέα και πως περνάω έξω. Προσωπικά με ξάφνιασε και μόνο που με θυμούνταν μετά από ένα χρόνο και λίγων μηνών γνωριμία. Ύστερα συνειδητοποίησα πόσο σπάνιο θα είναι για αυτούς να βρίσκουν ανθρώπους, κυρίως στην δουλειάς τους, που να τους φέρονται όχι με ρατσισμό, όμως ούτε και με λύπηση αλλά σαν ανθρώπους χωρίς καμιά διάκριση από εμάς.

Σήμερα, με τις 300 ψυχές ένα βήμα πριν τη απόλυτη θυσία, όμοιας αυτής των 300 της Σπάρτης, έχω ένα λόγο παραπάνω να είμαι με το μέρος τους, όντας και ίδιος μετανάστης. Κάποιος για να το αντικρούσει αυτό μου είπε ότι εγώ είμαι άλλο, δεν είμαι οικονομικός μετανάστης, για κάποιο λόγο όλοι μπορεί να είναι μετανάστες όταν ξεριζώνονται από το τόπο τους όμως οι Έλληνες είναι πάντα τουρίστες. Εγώ νιώθω τόσο οικονομικός όσο πολιτικός μετανάστης.

Τίποτα δε μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους να ταξιδεύουν επιδιώκοντας την επιβίωση και αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, είναι τόσο βαθιά ριζωμένο αυτό το χαρακτηριστικό στο ανθρώπινο DNA όπως και σε όλα τα ζώα. Πολλοί λένε ότι δε φταίμε εμείς για τα προβλήματα τους, αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα στη προσπάθεια να αποποιηθούμε κάθε ευθύνη και να πνίξουμε κάθε ενοχή. Ο κόσμος χιλιάδες χρόνια τώρα είναι σαν δύο συγκοινωνούντα δοχεία, στο ένα η δύση και στο άλλο ο υπόλοιπος κόσμος, όταν πιέζεις το νερό στο ένα δοχείο θα πνίξει το άλλο και όταν θες περισσότερο νερό εσύ, τόσο θα διψάσει ο άλλος.

Κάθε τι που έχεις, το έχεις εις βάρος αυτών των ανθρώπων, η αδιαφορία σου δε μπορεί να είναι αναίμακτη και αν το αίμα δε το έβλεπες τόσο καιρό, αν συνεχίσεις έτσι σύντομα θα το δεις στα χέρια σου και τότε όλα τα ψέματα του κόσμου δε θα σταθούν ικανά να κρύψουν την ενοχή σου.


Άρθρο: Dimios